συνεταιριστής

συνεταιριστής
ο, θηλ. συνεταιρίστρια Ν
μέτοχος συνεταιρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεταιρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρ. Φραντζή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τερζάκης, Χρήστος — (1876 – 1960). Συνεταιριστής. Θεωρείται ο πρώτος οργανωτής της συνεταιριστικής κίνησης στη Μεσσηνία, όπου ίδρυσε τον Σύνδεσμο Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών Μεσσηνίας (1918). Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Κεντρικής Αγροτικής Τράπεζας Καλαμών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”